- ἀπύλωτος
- ἀπύλωτοςnot secured by gatesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απύλωτος — η, ο (AM ἀπύλωτος, ον) 1. αυτός που δεν είναι κλεισμένος με πύλες, ανοιχτός 2. φρ. «ἀπύλωτο(ν) στόμα» αχαλίνωτος στις εκφράσεις, βωμολόχος … Dictionary of Greek
απύλωτος — η, ο αυτός που δεν έχει πύλη, πόρτα, άφραχτος· «απύλωτο στόμα», αθυροστομία, βωμολοχία: Έχει ένα απύλωτο στόμα (είναι αθυρόστομος, βωμολόχος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπύλωτον — ἀπύλωτος not secured by gates masc/fem acc sg ἀπύλωτος not secured by gates neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπυλώτου — ἀπύλωτος not secured by gates masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπυλώτῳ — ἀπύλωτος not secured by gates masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπύλωτα — ἀπύλωτος not secured by gates neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπύλωτοι — ἀπύλωτος not secured by gates masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆԴՈՒՌՆ — ( ) NBH 1 0135 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c ա. ἁπύλωτος, ἁθύρατος porta carens, patens, effrenis Որ չունի զդուռն՝ իրօք կամ նմանութեամբ. անփակ. արձակ. անսանձ. յանդուգն. *Անդուռն են ապարանք դոցա, եւ գայլք ուտեն զյովանակ դոցա. Վրք.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)